κριοκέρατος

κριοκέρατος
κριοκέρατος, -ον (Α)
αυτός που έχει κέρατα κριαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + -κέρατος (< κέρας), πρβλ. κολοβο-κέρατος, οξυ-κέρατος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κριοκέρατον — κριοκέρατος with ram s horns masc/fem acc sg κριοκέρατος with ram s horns neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • JUPITER — Opis et Saturni fil. in Creta ins. eodem cum Iunone partu editus, et in Ida monte a Curetibus educatus, idque clam patre, qui ex pactione cum Titano fratre initâ, filios suos omnes devorabat. Cum autem in virum adolevisser, cognovislerque etiam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • κριός — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδος του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 165 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριγώνου. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”